χειροβάδισμα

χειροβάδισμα
το, Ν
η χειροβάδιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + βάδισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Θ. Παγώνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”